ἀκακία — ἀκακίᾱ , ἀκακία shittah tree fem nom/voc/acc dual ἀκακίᾱ , ἀκακία shittah tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακίᾳ — ἀκακίαι , ἀκακία shittah tree fem nom/voc pl ἀκακίᾱͅ , ἀκακία shittah tree fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
ακακία — η δέντρο ανθοφόρο διακοσμητικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκακίας — ἀκακίᾱς , ἀκακία shittah tree fem acc pl ἀκακίᾱς , ἀκακία shittah tree fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακίαι — ἀκακία shittah tree fem nom/voc pl ἀκακίᾱͅ , ἀκακία shittah tree fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακίαν — ἀκακίᾱν , ἀκακία shittah tree fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακιῶν — ἀκακία shittah tree fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακίη — ἀκακία shittah tree fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακίης — ἀκακία shittah tree fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)