ἀκακία

ἀκακία
ἀκακία (A), ,
A shittah tree, Acacia arabica, Dsc.1.101, Aret. CD2.6.
II = Genista acanthoclada. Dsc. l.c.
------------------------------------
ἀκᾰκία (B), , ([etym.] ἄκακος)
A guilelessness, D.59.81, Arist. Rh.1389b9, LXX Jb.2.3, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκακία — ἀκακίᾱ , ἀκακία shittah tree fem nom/voc/acc dual ἀκακίᾱ , ἀκακία shittah tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακίᾳ — ἀκακίαι , ἀκακία shittah tree fem nom/voc pl ἀκακίᾱͅ , ἀκακία shittah tree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …   Dictionary of Greek

  • ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …   Dictionary of Greek

  • ακακία — η δέντρο ανθοφόρο διακοσμητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκακίας — ἀκακίᾱς , ἀκακία shittah tree fem acc pl ἀκακίᾱς , ἀκακία shittah tree fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακίαι — ἀκακία shittah tree fem nom/voc pl ἀκακίᾱͅ , ἀκακία shittah tree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακίαν — ἀκακίᾱν , ἀκακία shittah tree fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακιῶν — ἀκακία shittah tree fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακίη — ἀκακία shittah tree fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακίης — ἀκακία shittah tree fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”